- σποδιάς
- σποδιάς, άδος, ἡ, ein dem Pflaumenbaume ähnlicher Baum
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σποδιάς — σποδιά̱ς , σποδιά heap of ashes fem acc pl σποδιάς bullace fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιάς — άδος, ἡ, Α δέντρο γνωστό με τη λόγια ονομασία προύμνη η ακανθώδης, κν. σήμερα τσαπουρνιά, τσαπρουνιά ή αγριοκορομηλιά, το αγριοκοκκύμηλον τού Διοσκορίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδιά + επίθημα άς, άδος (πρβλ. στολ άς)] … Dictionary of Greek
σποδιᾶς — σποδιά heap of ashes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… … Dictionary of Greek
σπονδιάς — άδος, ἡ, Α (δ. γρφ.) η σποδιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σποδιά «σωρός τέφρας»] … Dictionary of Greek
σποδιά — σποδιά̱ , σποδιά heap of ashes fem nom/voc/acc dual σποδιά̱ , σποδιά heap of ashes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποδιάς bullace fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
lē(i)-1 : lǝi- — lē[i] 1 : lǝi English meaning: to wish Deutsche Übersetzung: “wollen” Material: Gk. (Dor.) λῆν “wollen”, el. λεοίτᾱν “ἐθελοίτην”, gort. λείοι, λείοντι etc., Ion. λῆμα n. “volition”, *λώς “wish, Wahl” (to λῆν, as ζώς to ζῆν),… … Proto-Indo-European etymological dictionary